-
1 ἐντελέχεια
Grammatical information: f.Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: Compound from ἐντελες ἔχειν (cf. συνέχεια, συνέχεια a. o.), hardly from the rare and doubtful ἐντελεχής; the resemblanve to ἐνδελεχής, - εια has led to mistakes in the mss.. - See Diels KZ 47, 200ff., Ross comm. Metaphys. 2, 245, Festugière Révélation d'Hermes Trismégistes 111, 168 n. 6 and 257f.Page in Frisk: 1,524Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐντελέχεια
См. также в других словарях:
εντελέχεια — Όρος που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης κατ’ αντιδιαστολή προς τη δύναμη, για να υποδηλώσει μια πραγματικότητα, που έφτασε στον ανώτερο βαθμό ανάπτυξής της. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ε. ταυτίζεται με την ενέργεια, αλλά συχνότερα διακρίνεται από… … Dictionary of Greek